- ἀρθμία
- ἀρθμίᾱ , ἄρθμιοςunitedfem nom/voc/acc dualἀρθμίᾱ , ἄρθμιοςunitedfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄρθμια — ἄρθμιος united neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθμίας — ἀρθμίᾱς , ἄρθμιος united fem acc pl ἀρθμίᾱς , ἄρθμιος united fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθμίαι — ἀρθμίᾱͅ , ἄρθμιος united fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρθμιος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Πυθώνακτα. Προσπάθησε να εξαγοράσει Έλληνες με περσικά χρήματα, την εποχή των περσικών πολέμων, και χαρακτηρίστηκε προδότης από το συμμαχικό συνέδριο της Ισθμίας. * * * ἄρθμιος, α, ον (Α) [αρθμός] 1. ενωμένος με… … Dictionary of Greek